- σκόπιμος
- η , ο [ος , ον ]1) целесообразный, уместный;
σκόπιμη ενέργεια — уместный поступок;
κρίνου σκόπιμο — считать целесообразным;
2) умышленный, преднамеренный;3) тенденциозный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκόπιμη ενέργεια — уместный поступок;
κρίνου σκόπιμο — считать целесообразным;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκόπιμος — η, ο / σκόπιμος, ον, ΝΜΑ [σκοπός (II)] αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι νεοελλ. αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»). επίρρ... σκοπίμως και σκόπιμα Ν 1. από… … Dictionary of Greek
σκόπιμος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται από πρόθεση ή αποβλέπει σε κάποιο σκοπό: Η απουσία του από τη δοξολογία ήταν σκόπιμη. – Με σκόπιμες ενέργειες επιδιώκει την πραγματοποίηση των επιδιώξεών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοπιμώτερον — σκόπιμος suitable to a purpose masc acc comp sg σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc comp sg σκόπιμος suitable to a purpose adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιμωτάτων — σκόπιμος suitable to a purpose fem gen superl pl σκόπιμος suitable to a purpose masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιμώτατα — σκόπιμος suitable to a purpose adverbial superl σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιμώτατον — σκόπιμος suitable to a purpose masc acc superl sg σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπιμον — σκόπιμος suitable to a purpose masc/fem acc sg σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιμωτάτην — σκόπιμος suitable to a purpose fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιμωτάτου — σκόπιμος suitable to a purpose masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπιμώτερα — σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπιμα — σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)